ματοκύλισμα

ματοκύλισμα
το [ματοκυλίζω]
1. αιματοχυσία, συμπλοκή που έχει ως αποτέλεσμα τραυματισμούς και φόνους («η συμπλοκή τών αεροπειρατών με την αστυνομία κατέληξε σε πραγματικό ματοκύλισμα»)
2. σφαγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • (αι)ματοκύλισμα — το, ατος τραυματισμοί, φόνοι, σφαγή: Αυτό που έγινε ήταν σωστό ματοκύλισμα. ματοκύλισμα το το αιματοκύλισμα, η σφαγή: Το ματοκύλισμα του εμφύλιου πολέμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ματοκυλισιά — η [ματοκυλίζω] το ματοκύλισμα, η αιματοχυσία («γίνουνται ματοκυλισιές πολλών λογιών θάνατοι», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”